- στραγγαλιᾶς
- στραγγαλιάinduration in the limbsfem gen sg (attic doric aeolic)στραγγαλιᾶ̱ς , στραγγαλιάωtie knotspres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραγγαλιάς — στραγγαλιά̱ς , στραγγαλιά induration in the limbs fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίας — στραγγαλίᾱς , στραγγαλιάω tie knots imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… … Dictionary of Greek